- μεγαλάρτιος
- μεγᾰλ-άρτιος, ὁ (sc. μήν), month at Halos, IG 9(2).109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλάρτιος — μεγαλάρτιος, ὁ (Α) [μεγάλαρτος] ονομασία μήνα στον Άλο τής Θεσσαλίας … Dictionary of Greek